- ἀγάμοις
- неженатым
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀγάμοις — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)